lÁbil - ορισμός. Τι είναι το lÁbil
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι lÁbil - ορισμός


lábil      
lábil (del lat. "labilis")
1 (cult.) adj. Resbaladizo o deslizante.
2 (cult.) Poco *estable o *seguro. Quím. Se aplica a los compuestos que tienden a transformarse en otros más estables.
lábil      
Sinónimos
adjetivo
2) escurridizo: escurridizo, resbaladizo
3) inseguro: inseguro, variable
Antónimos
adjetivo
Lábil      
inestable. Que puede deslizarse fácilmente de un lado hacia el otro
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για lÁbil
1. "ˇZapatero, vete con tu abuelo!", coreaba una extrema derecha lábil pero siempre presente.
2. Ambas fuerzas tienen que comer del mismo espacio, un centro político que es lábil y puede saltar fácilmente de uno a otro lado.
3. Nadie sino ella prestaba atención a una España sumida en el silencio de la dictadura ni atendía el lábil murmullo de quienes lo intentaban romper.
4. La magnitud de la tragedia amenazó de inmediato con salpicar a la clase política bonaerense, siempre lábil y corrupta en el imaginario popular.
5. Los estrategas del gobierno precisaron recurrir a otros medios para garantizar la adhesión, siempre lábil, de agrupaciones interesadas más en el poder que en los programas gubernamentales.
Τι είναι lábil - ορισμός